- ποικιλανθής
- -ές, ΝΜΑ1. αυτός που έχει στολιστεί ή έχει κατασκευαστεί με διαφόρων ειδών λουλούδια, στολισμένος ή κατασκευασμένος με ποικίλα άνθη («ποικιλανθής στέφανος»)αρχ.πολύχρωμος, παρδαλός («ποικιλανθὴς χιτών», Κλήμ. Αλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -ανθής (< ἄνθος), πρβλ. λευκ-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.